1 Μαΐ 2008

μία μαργαρίτα που την έλεγαν Χαρούλα...

Μια φορά κι ένα καιρό ήταν μία μαργαρίτα που την έλεγαν Χαρούλα. Η Χαρούλα γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα σκοτεινό και γεμάτο καπνούς μπαρ κάπου στο κέντρο της Αθήνας. Ο υπεύθυνος του φυτωρίου είχε κάνει λάθος την παραγγελία κι έτσι η μικρή Χαρούλα πέρναγε τον χρόνο της δίπλα στην Κάκια την μικρή Μέντα.

Η Χαρούλα όσο μεγάλωνε όλο και περισσότερο ένιωθε να αναζητάει κάτι άλλο κάτι διαφορετικό από μια στριμωγμένη θεσούλα στο παράθυρο του μικρού μπαρ. Η μέντα από την άλλη μεριά, ήταν περήφανη και γεμάτη ενθουσιασμό για την περίοπτη θέση της στην μέση του παραθύρου. Βλέπετε η Κάκια είχε γίνει πολύ διάσημη στους θαμώνες κι όλη την θαύμαζαν για την υπέροχη γεύση που πρόσφερε στα μοδάτα εξωτικά κοκτέιλ όπου χάριζε τα φυλλαράκια της.

Η Χαρούλα ένιωθε μόνη και όλο ονειρευόταν ξένα μέρη, μακρινά όπου θα υπήρχαν κι άλλες μαργαρίτες σαν αυτήν και θα μπορούσε να παίξει μαζί τους, να τρέξουν παρέα στα λαγκάδια κάτω από τον καυτό ήλιο… να οσφριστούν την άνοιξη… να χαμογελάσουν στα πουλάκια…

Μία μέρα το πήρε απόφαση… θα το έσκαγε από το ζοφερό μπαρ. Μία μέρα άκουσε μία ατάλαντη ηθοποιό να καυχιέται για το νέο της σπίτι που έχτισε στη κορυφή ενός βουνού κι είχε λέει πολύ όμορφη θέα… το βουνό το λέγανε Υμηττό από ότι είχε συγκρατήσει. Το σχέδιο ήταν σχεδόν έτοιμο… είχε προορισμό. Θα πήγαινε στο βουνό που το λένε Υμηττό. Το πρόβλημά της ήταν ότι δεν ήξερε τον δρόμο. Μία λοιπόν ήταν η λύση. Να πείσει την Κάκια να την ακολουθήσει. Εκείνη ήξερε τον δρόμο… Της είχε εκμυστηρευτεί μία φορά ότι το είχε σκάσει μία φορά με τον μαϊντανό τον Μάκη και είχαν πάει λέει να δουν την θέα. Είχε γυρίσει η Κάκια μες την τρελή χαρά.

Τέλεια λοιπόν! αυτό είναι! Δεν έχει παρά μόνο να πείσει την Κάκια να την ακολουθήσει. Θα το έκανε το βράδυ… μετά το κλείσιμο του μπαρ που θα έμεναν μόνες και θα μπορούσαν να μιλήσουν με την ησυχία τους χωρίς την εκκωφαντική μουσική να τους τρελαίνει τα αυτιά θα της εξιστορούσε όλο της το σχέδιο…

Ο ήλιος έπεσε… τα φώτα της πόλης άναψαν… κι ο κόσμος άρχισε να μαζεύεται στο μικρό υπόγειο μπαράκι…

Έχει πολύ κόσμο σήμερα… βλέπετε αύριο έχουν απεργία τα μέσα μαζικής μεταφοράς… κι ο κόσμος βρήκε την ευκαιρία να το ρίξει έξω… εφόσον τους παρέχεται η δικαιολογία για μία πιθανή αργοπορία τους στην δουλειά.

Κόσμος έμπαινε κόσμος έβγαινε… κάπνιζε, έπινε, στριμωχνόταν, παραπάταγε… ένας κυριούλης συγκεκριμένα είχε εναποθέσει τον πισινό του στο περβάζι του παραθύρου και στρίμωχνε ακόμη περισσότερο την Χαρούλα… Κι ενώ η μικρή μας μαργαρίτα είχε σκεφτεί να περιμένει μέχρι το κλείσιμο… ένιωσε ένα πνίξιμο… δεν μπορούσε να περιμένει ούτε ένα λεπτό ακόμα… να υπομένει αυτή την κατάσταση… οπότε γυρίζει προς την Κάκια και της λέει…

«Κάκια… έεε Κάκια… με ακούς?»

«Προσπαθώ» της αποκρίνεται…

«Σου αρέσει εδώ? Σου αρέσει να σε ξεμαλλιάζουν κάθε βράδυ για να γίνονται φέσι τύποι σαν τον χοντρούλη που μας έχει στριμώξει?»

«Τι εννοείς» την ρωτάει αφενός ξαφνιασμένη η Κάκια

«Εννοώ ότι δεν έχει νόημα να καθόμαστε εδώ… και να μας εκμεταλλεύονται! Εμένα ως γλάστρα που τους ομορφαίνει τον χώρο κι εσένα ως χωρίς κανένα ίχνος σεβασμού για την φυλλωσιά σου»

«Α καλά… δεν σου έχω πει ρε Χαρούλα να μην ακούς τους αριστεριστές που έρχονται κάθε Πέμπτη? Αυτά που λένε είναι ουτοπικά… μου το έχει πει κι ο Μάκης… Καλά είμαστε εδώ… εμένα μου αρέσει… Όλοι με μένα ασχολούνται… και με προσέχουν…

«Νομίζεις ότι σε προσέχουν… στην ουσία σε εκμεταλλεύονται και σε αποχαυνώνουν με δήθεν bonus όπως την περίοπτη θέση σου στο παράθυρο… ή την εκδρομή που σε πήγαν μέχρι του Ψυρρή για να σου αλλάξουν γλάστρα!»

«Ζηλεύεις και τα λες αυτά!»

«Οκ πες ότι ζηλεύω… Δεν θες όμως να πας στον Υμηττό να ξανασυναντήσεις τον Μάκη τον Μαϊντανό?»

«Ε? δεν ξέρω… όχι… δεν θέλω… τις προάλλες η παπαρούνα μου έστειλε μήνυμα ότι τώρα τελευταία κάνει πολύ παρέα με μία τσουκνίδα…»

«Ναι ε? ε και? Ξέρεις πόσους πρασινωπούς τύπους έχει στον Υμηττό… Θα γνωρίσεις ουυυυυ πολλούς…»

«Λες ε? και πως θα φύγουμε? Αφού οι ρίζες μας είναι σφηνωμένες μέσα σε αυτές τις άβολες γλάστρες…»

«Το έχω κανονίσει και αυτό… Άκου τι θα κάνουμε… θα κουνηθείς… θα πετάξεις λίγο χνούδι… θα το μυρίσει ο χοντρούλης… θα φτερνιστεί… θα κουνηθεί… θα μας κουνήσει κι εμάς… θα δώσουμε λίγη ώθηση… θα πέσουμε κάτω… θα σπάσει η γλάστρα… και μετά όπου φύγει φύγει…»

Τελικά η μικρή Χαρούλα την έπεισε την Κάκια ή μάλλον τις ορμόνες τις Κάκιας… και το σχέδιο πήγε κατ’ ευχήν… όλα έγιναν όπως τα είχε σχεδιάσει η μαργαριτούλα…


Βρήκαν λίγες δυσκολίες στο να πιαστούν από το λεωφορείο που κατέβαινε την λεωφόρο Βουλιαγμένης αλλά τελικά κατάφεραν κι έφτασαν στους πρόποδες του βουνού…

Μέρες πέρασαν… βροχές έπεσαν… Η Χαρούλα συναχώθηκε λιγάκι αλλά δεν το έβαλαν κάτω… κούτσα κούτσα… με τις μικρές ατροφικές τους ρίζες λόγω ακινησίας… κατάφερναν κάθε μέρα να μικραίνουν την απόσταση που τους χώριζε από την κορυφή του βουνού…
Όταν τελικά τα κατάφεραν…πήγαν κούρνιασαν δίπλα σε ένα βραχάκι… Έχωσαν τις ρίζες τους μέσα στο δροσερό χώμα… κι αποκοιμήθηκαν… περιμένοντας την αυγή που θα τους χάριζε το φως για να απολαύσουν τα υπέροχα χρώματα της αληθινής μέρας και την απέραντη θέα από την κορυφή του βουνού.

Η αυγή ήρθε πολύ γρήγορα… Άνοιξαν και οι δύο τα ματάκια τους… τα έτριψαν με τα ταλαιπωρημένα τους φυλλαράκια… και τέντωσαν τον λεπτό βλαστό τους…

Ξαφνικά μία σκιά ήρθε να τους κρύψει το φως και την θέα … Ήταν ένα κοριτσάκι με κοτσιδάκια και φακίδες με το πιο ενοχλητικό και χαζό χαμόγελο που είχε βγει βόλτα παρέα με τον σκύλο του…

Η Κάκια είπε να γίνει κοινωνική και να πει «καλημέρα…» αλλά πριν προλάβει να προφέρει τους φθόγγους… το σκυλάκι σήκωσε το ποδαράκι του και έκανε ντους την μικρή Μέντα… και το κοριτσάκι άρπαξε την Χαρούλα την έφερε κοντά στο πρόσωπό της και άρχισε να ψιθυρίζει…

«Μ’ αγαπά? Δεν μ’ αγαπά…?